Σινεμά και σωματικότητα: "Attenberg" (Τέτη Νικολοπούλου)


Σινεμά και σωματικότητα
Attenberg

attenberg κριτικη

--- Λυπάμαι που δεν το είδα πέρυσι το Attenberg γιατί πράγματι τις ταινίες πρέπει να τις βλέπει κανείς στην ώρα τους... παρόλα αυτά, η δική μου ώρα σε σχέση με την ταινία ήρθε τώρα γιατί εξηγείται το πόσο πολύ με αφορούσε και μου άρεσε.. Σε αντίθεση με τις επικριτικές κριτικές διαπίστωσα πολλά και ενδιαφέροντα στην ταινία, πρωτίστως όμως «μου έσκισε την καρδιά»... έκλαψα πολύ για την χαμένη αθωότητα, για τον τελετουργικό «θάνατο» του συμβόλου της πατριαρχικής φιγούρας, εμπόδιο και κίνητρο για την φυσική συνέχεια της ζωής. Και τέλος έκλαψα πολύ για τη «χαμένη Ελλάδα» τα υπέροχα χωριά που σταμάτησαν να τα αγαπούν και ψάχνουν ακόμα να βρουν ποιος τα θέλει, σαν τα ανασφαλή πλάσματα που τα «πηδάνε» όλοι για να νιώσουν κάτι.

Και έβγαλα το καπέλο σε ένα κορίτσι γενναίο, που αποδομεί την θηλυπρεπή και όχι θηλυκή πλευρά του ανθρώπου και ισορροπεί την θηλυκή με την αρσενική, δίνοντας το νέο μοντέλο ζωής της επόμενης εποχής. Ο πατέρας /Μουρίκης διαπιστώνει στο τέλος ότι παραδίνει την κόρη (τον νέο άνθρωπο) στον κόσμο χωρίς να της έχει μάθει τίποτα. Η Τσαγγάρη περνάει την πληροφορία ότι μάλλον δεν χρειάζεται να μάθουμε και «τίποτα». Στην πραγματικότητα τα ξέρουμε όλα και τα ανακαλύπτουμε έτσι και αλλιώς γιατί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Και το μόνο που έχουμε να κάνουμε σα γονείς είναι να «θέλουμε» τα παιδιά μας, να τα αγαπάμε και να τα αποδεχόμαστε, να επικοινωνούμε και μάλιστα σε αυτό το πρώτο, το ζωικό επίπεδο αφήνοντας τη σωματικότητά μας να εκδηλώνεται.

Μου άρεσε πολύ που η Τσαγγάρη δουλεύει με χορεύτριες (Ράντου). Μαζί με τον Λάνθιμο (Κυνόδοντας) έβαλαν την κίνηση ή την ακινησία/ δυσκαμψία σε μία ευδιακρίτως πιο περίοπτη θέση από άλλες ταινίες που θεωρούν δεδομένη την ασφυκτική υπό-κινητικότητα του δυτικού ανθρώπου. Χάρηκα πάρα πολύ που επιτέλους δίνεται μία πρόταση στο σινεμά που το συνδέει με τις σύγχρονες απόψεις για την κίνηση και τις θεωρίες που βάζουν το σώμα να ενσαρκώνει την ουσία της ύπαρξης. Ο πατέρας κινείται με την κόρη του, οι φίλες κινούνται μαζί αποδομώντας, έστω, τις φόρμες του «σωστού» βαδίσματος. Ή της σωστής συμπεριφοράς, με το φτύσιμο. Τα παιδιά στο δρόμο στηρίζονται στα χέρια, οι άνθρωποι παίζουν τένις.

Η πλάτη της Λαμπέντ μιλάει, τα σώματα είναι μαλακά/ αποδεκτικά και για αυτό όλοι στην ταινία είναι διαφορετικοί. Τα σώματα μιλούν, αργά αλλά εύστοχα. Οι διάλογοι μικροί και εύστοχοι, τίποτα περιττό, λίγα λόγια και εστίαση στην ουσία. Οι σχέσεις ξεδιπλώνονται ή χτίζονται με ειλικρίνεια, αγάπη και θάρρος. Η κόρη ζει τις τελευταίες μέρες του πατέρα αλλά έχοντας αγαπηθεί και επικοινωνήσει μαζί του σε ένα άλλο επίπεδο πιο βαθύ, καθώς είναι και σωματικό και όχι σεξουαλικό με την αρρωστημένη του έννοια, μπορεί να ανακαλύψει την ουσία και την επικοινωνία και να προχωρήσει.

Δεν χρειάζεται γύρω της «πολύ κόσμο» παρά μόνο τη φίλη της που αποδέχεται και αγαπά παρόλο που δεν ταιριάζει. Το παλιό παθαίνει, όχι τυχαία, από καρκίνο γιατί δηλητηριάστηκε από αυτό που δημιούργησε. Γέννησε ένα θαύμα αλλά έφτιαξε ένα έκτρωμα. Η φύση τον νίκησε, αυτό που έφτιαξε τεχνικά έχει μολύνει το σύμπαν του. Η πρόκληση και η ερώτηση που αφήνει ανοιχτή η Τσαγγάρη στο τέλος είναι η θέση και η δράση των νέων, εξελιγμένων συναισθηματικά ανθρώπων. Ποια είναι η συνέχεια; Υπάρχει άραγε ελπίδα να επιβιώσει το όμορφο σε αυτό το μολυσμένο μέρος/πλανήτη;
Μεταφορικά και κυριολεκτικά; Η απάντηση είναι όλη δική μας.


Τέτη Νικολοπούλου
Χορογράφος, ΜΑ στη Σωματικότητα

Follow Us