|
{jcomments on} της Ναταλίας Κουτσούγερα*
Ένα δια-πολιτισμικό φαινόμενο
Από τις λεγόμενες «πρωτόγονες» κοινωνίες μέχρι τις σύγχρονες «δυτικές», ο χορός έχει θεωρηθεί μια πρωταρχική ανθρώπινη έκφραση. Άλλοτε ενταγμένες στη σφαίρα της ψυχαγωγίας και του ελεύθερου χρόνου και άλλοτε ως κομμάτι της «σοβαρής» πραγματικότητας, οι χορευτικές δραστηριότητες προκύπτουν από τη δημιουργική χρήση του ανθρώπινου σώματος στον χώρο και στο χρόνο. Σε αυτά τα πλαίσια, ο χορός έχει ιδωθεί ως μια σωματοποιημένη δράση ή τέχνη που υλοποιείται μέσα από τη λαϊκή καθημερινή πρακτική, την τελετουργία και την παράσταση που στοχεύει σε ένα ακροατήριο. Συνήθως, οι χορευτικές δράσεις αναφέρονται σε οπτικές αναπαραστάσεις κοινωνικών σχέσεων και αντανακλούν συναισθηματικές δομές που διαφοροποιούνται από κοινωνία σε κοινωνία. Παρόλα αυτά πολλοί υποστηρίζουν ότι ο χορός αποτελεί μια παγκόσμια γλώσσα, που διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά. Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Paul Spencer τονίζει πέντε κοινές εκφάνσεις του χορού που συναντώνται σε διαφορετικές κοινωνίες: την καθαρτική (ή θεραπευτική) του διάσταση, την ενοποιητική του δυνατότητα, την μεταποιητική του δυναμική, την ανταγωνιστική του δομή και τέλος τη δυνατότητα του για εναλλακτική δράση, ως αντίθεση στο συμβατικό και το καθιερωμένο. Ως επί το πλείστον, οι χοροί σε όλες τις κοινωνίες τοποθετούνται σε ένα συγκεκριμένο αισθητικό σύστημα ή αλλιώς σε ένα σύστημα τέχνης και πολιτισμού. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αναπόφευκτα εμπλέκονται σε ένα ιεραρχικό μηχανισμό σχέσεων εξουσίας που αποδίδει αξιολογικά χαρακτηριστικά στις χορευτικές μορφές και αναδεικνύει ορισμένα είδη χορού ως «ανώτερα» ή περισσότερο «δημοφιλή» από άλλα. Όπως το γούστο, έτσι και το στιλ της κίνησης, αποτελεί ένα τρόπο διάκρισης ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Οι μορφές χορού για παράδειγμα χρησιμοποιούνται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ενώ ορισμένα είδη απορρίπτονται ως «ανάρμοστα». Κάποια είδη χορού ωστόσο διαπερνούν γρήγορα τα σύνορα των τόπων και των κοινωνικών τάξεων. Η ιστορία του τανγκό καταδεικνύει επί παραδείγματι, την ανάπτυξη των κινησιολογικών στιλ από τις γειτονιές του Buenos Aires στα σαλόνια του Παρισιού, για να καταλήξει ως «σεβαστό» είδος στις ανώτερες τάξεις του Αργεντίνικου πληθυσμού τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Άλλες μορφές χορού (όπως το κλασικό μπαλέτο και ο «σύγχρονος» χορός) αφενός έχουν υπηρετήσει συγκεκριμένες πολιτικές ρύθμισης του γυναικείου και ανδρικού σώματος, αφετέρου όμως έχουν συμβάλλει στην ανασημασιοδότηση του σώματος, του φύλου και της κοινωνίας γενικότερα.
Μια ενσώματη επικοινωνία
Ο χορός ως κοινωνικό γεγονός, παράσταση ή τελετουργία συνιστά μια μορφή επικοινωνίας, με τον εαυτό και τον «άλλον», που αναδύεται ως αφήγηση σε ένα συνεχές ανάμεσα στο λεκτικό και το μη-λεκτικό, στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Οι χορευτικές δραστηριότητες περιγράφουν κυρίως μη-λεκτικές μορφές κοινωνικότητας που καθρεφτίζουν τον πολιτισμό, ενισχύοντας τον με επιπλέον πολιτισμικό νόημα. Τα συναισθήματα, ως φορείς του πολιτισμικού νοήματος και του σώματος, εκφράζονται κατά τη διάρκεια της χορευτικής επιτέλεσης. Καθώς χορεύω, ενεργοποιώ της κιναισθητικές, οπτικές και ακουστικές αισθήσεις μου, που μαζί με τις περιστασιακές διαθέσεις μου, προκαλούν σε μένα και στους άλλους, μια σειρά από αισθητήριες εμπειρίες. Μέσα από την επαφή με τα σώματα των άλλων, οι «φυσικές» αυτές εμπειρίες συνδυάζονται για να δημιουργήσουν προσωπικές συνάφειες και εικόνες στον ίδιο το χορευτή, αλλά και να προκαλέσουν στους θεατές μιας παράστασης, πολλαπλές αφηγηματικές ερμηνείες του εκάστοτε χορευτικού δρώμενου. Ωστόσο ο χορευτής και ευρύτερα ο άνθρωπος που χορεύει, δεν αποτελεί ποτέ ένα απομονωμένο υποκείμενο, που λειτουργεί ανεξάρτητα από τις έξεις και το περιβάλλον στο οποίο έχει γαλουχηθεί. Το πως ένα άτομο κινείται, μιλάει και σημασιοδοτεί, προέρχεται από την ίδια τη διαδικασία του να ζει μέσα στην κοινωνία. Έτσι ενώ η έμφυτη ικανότητα ή το ταλέντο καθιστούν έναν άνθρωπο «γεννημένο» χορευτή, μόνο η εμπειρία του μέσα στον κόσμο, μαζί με τη δύναμη και την τεχνική, τον μετατρέπει σε ένα «συγκεκριμένο» χορευτή του οποίου η κίνηση ενσωματώνει νοήματα που μπορούν να γίνουν κατανοητά.
Ο χορός ως κοινωνική πράξη
Το σώμα που χορεύει συμμετέχει δυναμικά σε μια διαδικασία προσωπικού αναστοχασμού στη προσπάθεια του ατόμου να συγκροτήσει μια ενότητα του «εγώ». Παρόλα αυτά η εικόνα που διαμορφώνει το άτομο που χορεύει για τον εαυτό του, μπορεί να είναι ευχάριστη, αλλόκοτη ή ακόμα και τρομακτική. Στην ουσία, ο άνθρωπος αναζητά τον εαυτό του στο χορό, μέσα από οικειότητες και ρωγμές, για να διαπραγματευτεί την ταυτότητα του σε σχέση με το παρελθόν και το παρόν. Έτσι ο χορός βιώνεται ως διαδρομή και αναζήτηση. Αυτή η περιπλάνηση δεν είναι όμως μοναχική. Μέσα από τη συναισθαντικότητα ωθούμαστε πάνω απ’όλα να αποκτήσουμε μια αίσθηση ενότητας με τους σημαντικούς «άλλους». Σε αυτή την προοπτική, ο χορός, δημιουργεί και συναρθρώνει την ιδέα της κοινότητας και μας βοηθά με έναν υποκειμενικό τρόπο να είμαστε κοινωνικοί.
Έτσι αν δεχτούμε ότι ο χορός είναι μια μορφή γλώσσας, η γλώσσα αυτή, έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αναπαραστασιακά και να τροφοδοτεί την ατομική και συλλογική συνείδηση και φαντασίωση. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, σήμερα, το ανατρεπτικό περιεχόμενο του «σύγχρονου» χορού σε σχέση με την ετερότητα, τη σεξουαλικότητα και το περιθωριοποιημένο σώμα, καθώς και τη δυναμική της παγκόσμιας διακίνησης και υβριδοποίησης των χορευτικών στιλ, για να διαπιστώσει τη συμβολή του, στην αποδυνάμωση των κανονικοτήτων και στη δυνατότητα για εναλλακτική δράση. Το ελληνικό τοπίο του «σύγχρονου» χορού, είναι πλούσιο σε παραδείγματα που παίρνουν θέση σε επίκαιρα φαινόμενα της εποχής, χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες και τα νέα διαδραστικά μέσα. Ο αυξανόμενος αυτοπροσδιορισμός των νέων μέσα από καλλιτεχνικές δραστηριότητες και θεάματα στη μητρόπολη, σηματοδοτεί μια καινούργια εποχή για την συγκρότηση της υποκειμενικότητας μέσω της τέχνης. Παρά τις αντιφάσεις και δυσκολίες της ελληνικής πραγματικότητας, τα φαινόμενα αυτά μας αποδεικνύουν όσο ποτέ άλλοτε, ότι ο χορός ως παράσταση και ως ατομική και συμμετοχική πρακτική, δεν αποτελεί μόνο μια κοινωνική πράξη, αλλά μια ρητορική ρήξης με τις νόρμες και το συμβατικό ρεύμα. Και αν υποστηρίξουμε ότι ο άνθρωπος κινείται όπως σκέφτεται, ίσως μια αλλαγή στην κίνηση μπορεί να παράγει μια αλλαγή στην σκέψη ή την τακτική._
Ναταλία Κουτσούγερα (Για το Dancetheater.gr) *Υποψήφια Διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Παντείου Πανεπιστημίου
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Cowan, Jane (1990). Η Πολιτική του Σώματος: Χορός και Κοινωνικότητα στη Βόρεια Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Desmnond, Jane (1997). Meaning in Motion: New Cultural Studies of Dance. London: Duke University Press.
Hanna, Judith Lynne (1988). Dance, Sex and Gender: Signs of Identity, Dominance, Defiance, And Desire. Chicago: Chicago Press.
Spencer, Paul (1985). Society and the Dance. Cambridge: Cambridge University Press.
|
Χορός, Άνθρωπος, Κoινωνία: Μια Ανθρωπολογική Ματιά (της Ναταλίας Κουτσούγερα)
Published in
Άρθρα Χορού