
Θα έχει γίνει ήδη αντιληπτό ότι, την περίοδο που διανύουμε, υπάρχει μια πληθώρα παραστάσεων ή εκδηλώσεων γύρω από τον χορό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας διατυμπανίζουν τα περί υποτιθέμενης «άνθισης» ή λοβοτομούν -δια των επικοινωνιακών τρικ- το κοινό, επιχειρώντας να «ενδυναμώσουν την πεποίθησή μας» ότι ο χορός «είναι (ακόμη) ζωντανός», παρά τη θεσμική ανεπάρκεια και τις οικονομικές αντιξοότητες.
Δεν πρόκειται να αναφερθώ στα χιλιοδιατυπωμένα «παράπονα» των ανθρώπων του χώρου, αλλά στα γλωσσικά «παιχνίδια» στα οποία επιδίδονται προκειμένου να δικαιολογήσουν τις θέσεις τους και να επιβάλλουν μια ηττοπαθή, αν όχι μεθοδευμένα «αισιόδοξη», ανάγνωση στα πράγματα. Έτσι, πολύ συχνά, οι διοργανωτές όλων αυτών των εκδηλώσεων, μέσα από τα λεγόμενά τους, παρουσιάζουν μια όψη της πραγματικότητας, η οποία δεν εστιάζει τόσο στα ίδια τα γεγονότα που διαμορφώνουν τις συνθήκες παραγωγής στον χορό, αλλά στη σωτήρια επέμβασή τους, στην μεταπρατική λογική των θεσμών και την εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων, ή έστω, όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι, στην αυτόνομη, αδιαμεσολάβητη διακίνηση και παρουσίαση του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού. Η δηλωτική απόφανση «κόντρα στο γκρίζο και αβέβαιο πολιτιστικό παρόν» (απόσπασμα από πρόσφατο δελτίο τύπου), προβάλλει αυτόν που τη διατυπώνει ως γνώστη μιας κατάστασης, ή υποβελέα μιας πραγματικότητας την οποία αρνούμαστε να πιστέψουμε, παρότι τη ζούμε σε καθημερινή βάση. Κατ' αυτόν τον τρόπο, εγώ που διαβάζω ή εισπράττω το μήνυμα, συλλαμβάνω την πληροφορία αυτή μ' έναν τρόπο που προσιδιάζει στη δηλωτική απόφανση «κόντρα» - επιζητώ δηλαδή να επαληθεύσω ότι εκείνος που την εκφράζει είναι «όντως» ενάντια στην παρούσα ισοπεδωτική λογική, μάχεται υπέρ της θέσπισης μιας «φωτεινής και πολιτιστικά βέβαιης» πραγματικότητας. Είναι αλήθεια; Και πώς εδραιώνεται αυτή η αλήθεια;
Ας δούμε όμως και μια άλλη δήλωση, όπως: «το Σωματείο Ελλήνων Χορογράφων φέτος συμπληρώνει 13 χρόνια συνεχούς παρουσίας και προσφοράς». Η σημασία της εκφοράς μιας τέτοιας δήλωσης βρίσκεται στην τελεστική λειτουργία της, δηλαδή το Σωματείο είναι «παρόν» και «προσφέρει» επί 13 χρόνια επειδή κάτι τέτοιο δηλώνεται στις προϋποθέσεις του: η προσφορά και η παρουσία λαμβάνονται ως το εκ των ων ουκ άνευ του Σωματείου. Συνεπώς, ή μάλλον εντελώς τυπικά, αυτό το στοιχείο δεν υπόκειται ούτε σε συζητήση, ούτε σε επαλήθευση από τον δέκτη του μηνύματος. Εκτός και αν θέλει κανείς να διαπιστώσει –και να αμφισβητήσει- την «εξουσία της εκφοράς» η οποία ασκείται από το πρόσωπο που κάνει την παραπάνω δήλωση. Ο επικεφαλής ενός σχήματος, όπως το Σωματείο, είναι εξουσιοδοτημένος να εκφέρει αυτού του είδους τις αποφάνσεις, στον βαθμό που εκφέροντάς τες επιτυγχάνει «τη συνεχή παρουσία και προσφορά» του σχήματος. Το αυταπόδεικτο –αφού υπάρχει 13 χρόνια, τότε (μάλλον) προσφέρει και είναι παρόν στα φλέγονται ζητήματα των ανθρώπων του χορού- δεν τίθεται διόλου ως υπόσχεση στο ύψος της οποίας πρέπει να κρατηθεί αυτός που την εκφέρει.
Χωρίς να υποβιβάζω την χρονική απόσταση που έχει διανυθεί, πιθανώς και τα κεκτημένα του χώρου τα οποία οι εκπρόσωποι του Σωματείου υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια (βλ. συμβάσεις χορευτών, δωρεάν εκπαίδευση κτλ), θέλω να υπενθυμίσω –αναφερόμενος στον Wittgestein και στη μελέτη του για τα ενεργήματα του λόγου- το εξής: «μιλώ σημαίνει μάχομαι» και βέβαια, όπως σε κάθε μάχη, το ζητούμενο δεν είναι πάντοτε η νίκη. Από αυτή την παραδοχή μπορούν να προκύψουν μια σειρά από ερωτήματα: Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε μια κίνηση / σύμπραξη / απόπειρα συσπείρωσης για την ευχαρίστηση και μόνο ότι την επιχειρήσαμε; Γιατί πρέπει διαρκώς να ευλογάμε τα γένια μας, επενδύοντας κάθε κίνηση με βαρύγδουπες δηλώσεις περί στήριξης του εγχώριου δυναμικού, άνθισης του ελληνικού χορού και άλλων τέτοιων επικοινωνιακών εφευρημάτων; Σε τι αποσκοπούν οι δηλώσεις αυτές; Η διαρκής επινόηση εκφράσεων (βλ. «ανεξάρτητες παρουσίες), λέξεων (βλ. «χωρίς αμοιβή») και νοημάτων (βλ. ανυπεράσπιστοι εργαζόμενοι) τι άλλο προσφέρουν εκτός το ότι καταπονούν τη γλώσσα και εδραιώνουν, ως συμπαραδηλώσεις, ένα νέο κατεστημένο, εις βάρος των ανθρώπων που μέχρι σήμερα εργάζονται και διεκδικούν κάτι καλύτερο στον χώρο τους; Γιατί η γενιά που παραδίδει τη σκυτάλη σε μας δε βγήκε πότε με θάρρος και συνείδηση να πει ότι «απέτυχε» σε πολλούς τομείς και σε πολλά θέματα;
Όσοι γράφουν ή μιλούν για την κατάσταση των πραγμάτων πρέπει να θυμούνται ότι ο «ορατός κοινωνικός δεσμός απαρτίζεται από 'λεκτικές' κινήσεις». Αυτό σημαίνει ότι πέρα από την πραγματική σκοπιμότητα του συστήματος –δηλαδή τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητάς του και τη διατήρηση των πελατειακών σχέσεων στο πλαίσιο μιας μετριοπαθούς welfare state πολιτικής- θα πρέπει να εξετάζουμε αν οι λύσεις, ή οι αποφάνσεις που προτείνονται ως εν δυνάμει λύσεις, συνεισφέρουν στη διατήρηση του συστήματος ή στη δυσλειτουργία του. Σ' αυτόν τον δυϊσμό οικοδομήθηκε όλη η σύγχρονη τεχνοκρατική αντίληψη: απώλεια-κέρδος, input-output. Εξ' ου και η «παράνοια» των λεγόμενων που κάθε εκπρόσωπος του συστήματος καλείται να αναπαράγει: έχοντας τα μέσα να «ορίσει» μια πραγματικότητα, έχει και τα μέσα να παρασκευάσει τα πειστήρια της ύπαρξής της.
Ίσως η μόνη πραγματική ανάκαμψη να επέλθει αν τοποθετηθούμε και προβληματιστούμε για τον τρόπο που διαχέεται η γνώση στη σημερινή κοινωνία. Πέρα από διδακτισμούς και υποδείξεις πολιτικών ιδεολογιών, οφείλουμε να γνωρίζουμε ποια προβλήματα αντιμετωπίζει η ανάπτυξη και η διάδοση της κριτικής σκέψης (είτε σε θεωρητικό είτε σε πρακτικό επίπεδο καθώς δεν πιστεύω στον διαχωρισμό τους) στις κοινωνικές δομές, να τα θέτουμε δημόσια και να συζητούμε γι' αυτά. Κάποιοι το έκαναν ανέκαθεν και το σύστημα τους πέταξε στο περιθώριο, κάποιοι άλλοι αφομοιώθηκαν ως γραφικοί «διαμαρτυρόμενοι» και κάποιοι, τέλος, βρήκαν τη σιγουριά των σαλονιών (δημόσιων και ιδιωτικών) για να αποκοιμίσουν την ανασφάλειά τους. Σήμερα εν τέλει, το να γνωρίζεις κάτι γι' αυτή την κοινωνία σημαίνει πάνω απ' όλα ότι μπορείς να διαλέξεις τον τρόπο που θα την ρωτήσεις για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται – τρόπος που καθορίζει κατ' επέκταση και τις απαντήσεις που θα λάβεις.
Tάσος Κουκουτάς