Displaying items by tag: Desh
Ο Χορός στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών | 2012-2013
|
Απ’ όποια διαδρομή κι αν συναντιέστε με το σύγχρονο Πολιτισμό, θα βρείτε τη «στέγη» σας. {denvideo http://www.youtube.com/watch?v=fxjqHcoLPNM&feature=youtu.be 550 330}
ROOTLESSROOT KIRERU Kireru σημαίνει «ξέσπασμα»! Yπό τους ήχους της ζωντανής μουσικής του John Parish, Ένας άνεμος οργής θα σαρώσει το λευκό τοπίο της σκηνής του Kireru. Μια θάλασσα από λευκά πλαστικά μαχαιροπίρουνα θα υποχωρεί με θόρυβο καθώς οι οκτώ εκπληκτικοί χορευτές, από πέντε διαφορετικές χώρες, που συμπράττουν με τους RootlessRoot, θα φέρνουν στη σκηνή ένα χορό υψηλής τάσης, εκτός ορίων, υπέροχα απελευθερωτικό. Η άλλοτε νοσταλγική και άλλοτε σκληρή μουσική του Πάρις θα συντροφεύει μια παράσταση-μανιφέστο, που ξεκινά με τη διατύπωση «πρώτα θα καταβροχθίσουμε όλα σας τα άλογα». ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ 19 Οκτωβρίου: Μετά την παράσταση συζήτηση του κοινού με τους συντελεστές 23 Οκτωβρίου: Masterclass στην παραγωγή δίσκων από τον John Parish 17 – 28 Οκτωβρίου 2012 | Κεντρική Σκηνή | 20:30
LEMI PONIFASIO BIRDS WITH SKYMIRRORS Ένας χορογράφος «εξίσου σημαντικός με την Pina Bausch και τον Merce Cunningham» σε μια παράσταση-τελετουργία για τη λατρεία του φυσικού περιβάλλοντος Στα νησιά Σαμόα, απ’ όπου κατάγεται ο Λέμι Πονιφάζιο, ο σεβασμός και η φροντίδα για τη φύση είναι μέρος της πολυνησιακής παράδοσης. Το βαθύ προβληματισμό του για τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον κοινοποιεί ο καταξιωμένος χορογράφος από το Ώκλαντ της Νέας Ζηλανδίας όπου βρίσκεται η έδρα τoυ. Το έργο Birds with Skymirrors είναι μια κραυγή αγωνίας, μια επίκληση, μια τελετουργία. Με υποβλητικούς φωτισμούς και βιντεοπροβολές, ο Πονιφάζιο δημιουργεί έναν κόσμο συμβολικό, παράξενα γοητευτικό και μυστικιστικό, ένα χώρο διαλογισμού για τη σχέση μας με το σύμπαν που μας περιβάλλει. Έργο μινιμαλιστικής δράσης και υπνωτικής ομορφιάς, ισορροπεί σε μια διαλεκτική μεταξύ αρχέγονου και σύγχρονου, ανθρώπου και φύσης, γήινου και μεταφυσικού. «Πώς θα ήταν ο τελευταίος χορός πάνω στη Γη;» αναρωτιέται ο ακτιβιστής χορογράφος που θεωρεί την τέχνη μια «μη βίαιη πρόκληση» αλλά κυρίως «μια δεύτερη ευκαιρία». Θα την αδράξουμε άραγε; 7 - 11 Νοεμβρίου 2012 | Κεντρική Σκηνή | 20:30
William Kentridge Ο κορυφαίος Νοτιοαφρικανικός εικαστικός και σκηνοθέτης Ουίλλιαμ Κέντριτζ, στην πρώτη του εμφάνιση στη χώρα μας, αναζητά μαζί μας, επί σκηνής, το χαμένο Χρόνο. Πολυσχιδής και ιδιοφυής, είναι από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής μας, διακεκριμένος για τις εικαστικές εγκαταστάσεις κατά του απαρτχάιντ, τα «πρωτόγονα» κινούμενα σχέδια και τις multimedia παραστάσεις του. Ο Κέντριτζ καταφθάνει στη Στέγη με το τελευταίο του έργο, την «όπερα δωματίου» Refuse the Hour. Πρόκειται για τη θεατρική εκδοχή του μεγάλου installation project The Refusal of Time, με το οποίο συμμετείχε στην Documenta 13 του Κάσσελ. Σύλληψη και κείμενα: William Kentridge | Μουσική: Philip Miller | Χορογραφία: Dada Masilo 22-25 Νοεμβρίου 2012 | 20:30 Κεντρική Σκηνή
ΑKRAM KHAN Desh Από τους Oλυμπιακούς του Λονδίνου ο Καν έρχεται στην Αθήνα, σε μια παράσταση με άρωμα… βεγγαλικών Desh στη βεγγαλική γλώσσα σημαίνει «πατρίδα». Στο νέο του έργο ο φημισμένος Βρετανός χορευτής και χορογράφος με καταγωγή από το Μπανγκλαντές αποτολμά ένα παραμυθένιο ταξίδι αναζήτησης της πατρογονικής γης αλλά και της ταυτότητάς του. Επικό και ταυτόχρονα οικείο, το πιο προσωπικό μέχρι στιγμής έργο του Άκραμ Καν χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως αριστούργημα. Το Desh είναι το πρώτο σόλο του πολυβραβευμένου χορογράφου που, μόνος στη σκηνή για 80 λεπτά, μεταμορφώνεται αέναα ξετυλίγοντας μια μυθική αφήγηση που καταλύει τα όρια χώρου και χρόνου. Ποιητικό και χιουμοριστικό, το έργο συνδέει το μύθο και την τεχνολογία, την πολιτική και την οικογένεια, το προσωπικό και το συλλογικό. Πλαισιωμένος από μια ομάδα διακεκριμένων συνεργατών, όπως ο Tim Yip (Όσκαρ για την ταινία Τίγρης και Δράκος), ο Καν συνεπαίρνει τους θεατές σε μια οδύσσεια, ένα κόσμο βίαιο και τρυφερό, κωμικό και τραγικό, μυθικό και σύγχρονο. Ένα ταξίδι μεγάλης συναισθηματικής έντασης και εικαστικής ομορφιάς, το Desh θεωρείται το καλύτερο έργο του Καν, μετά από μια σειρά εντυπωσιακών συνεργασιών (Sylvie Guillem, Juliette Binoche, Αnish Kapoor, αλλά και Danny Boyle για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου). 5-10 Δεκεμβρίου 2012 | Κεντρική Σκηνή | 20:30
«Σήμερα θα δούμε πώς το ουράνιο τόξο πήρε μαζί του όλα τα χρώματα κι έφυγε κι άφησε όλο τον κόσμο ασπρόμαυρο.» - Αλέξης Κυριτσόπουλος 19 Δεκεμβρίου 2012 - 20 Ιανουαρίου 2013 | Μικρή Σκηνή
FAUSTIN LINYEKULA Η τέχνη του χορού ως κραυγή δύναμης και το σώμα ως αφηγητής ιστοριών Είτε χρησιμοποιεί λέξεις, είτε κινήσεις, μουσική ή εικόνες, ο 38χρονος Αφρικανός χορευτής και χορογράφος Φωσταίν Λινυεκουλά αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της τέχνης. Στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής του ανησυχίας βρίσκεται η ταλαιπωρημένη χώρα του: η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ, πρώην Βελγικό Κονγκό). Στο Le Cargo, το πρώτο του σόλο, ο διάσημος χορογράφος επιστρέφει στο σώμα και την κίνηση ως τα κατεξοχήν εργαλεία κατανόησης και καταγραφής της ιστορίας. Πώς μπορεί να «μιλήσει» με το χορό του για τη μνήμη και την εξάλειψή της; Για τον πόλεμο και τη βία που έχει βιώσει η χώρα του, η οικογένειά του και οι φίλοι του; 6-10 Φεβρουαρίου 2013 | Μικρή Σκηνή | 21:00
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών 2012-10-10 |
Akram Khan – "Desh" | Κριτική ανάλυση (Τάσος Κουκουτάς)
|
Το αίσθημα του Νόστου και η ξενότητα τής επιστροφής Επιχειρώντας να ξεδιαλύνω τον μίτο της αφήγησης στην παράσταση Desh του Άκραμ Καν, που παρουσιάστηκε στη ΣΤ.Γ. & Τ. του Ιδρύματος Ωνάση, ήρθα αντιμέτωπος μ’ ένα περίεργο, ελλειμματικό αίσθημα όσον αφορά την έννοια του Νόστου και την αναπαράστασή της στο εν λόγω έργο. Με το παρόν κείμενο επιθυμώ να μοιραστώ εν συντομία κάποιες από τις σκέψεις μου, οι οποίες ουδόλως καταπιάνονται με την κινητική δεξιοτεχνία του ίδιου του Καν αλλά με τα δραματουργικά υποστρώματα του έργου του. Ως εκ τούτου το κείμενο αυτό δεν έχει κανένα αποδεικτικό, διδακτικό ή παραινετικό χαρακτήρα παρά μόνο την αξία, για τον ίδιο τον γράφοντα, της δοκιμασίας των ιδεών που ανασύρονται στην επιφάνεια. Πέρα λοιπόν από τις κινησιολογικές αναζητήσεις του δημιουργού – ο οποίος παντρεύει ιδιώματα τόσο από την Ινδία όσο και από την Ευρώπη – διακρίνει κανείς στο έργο του αυτό που ιδεολογικά χαρακτηρίζει εν γένει τους καλλιτέχνες της πολυπολιτισμικότητας: τη διφορούμενη σχέση τους με την παράδοση και την τάση για διαρκή ενσωμάτωση στοιχείων της πρώτης στη λεγόμενη δυτική πρωτοπορία. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να διακρίνει κανείς την προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη διαδρομή από την «στατική» παράδοση στην «μεταβαλλόμενη και εξελισσόμενη» πρωτοπορία προκειμένου το εκάστοτε έργο να τεθεί σε σύγχρονα συμφραζόμενα και να συνομιλήσει με τους θεατές του παρόντος. Ο Καν προσπαθεί να ξεπεράσει τα όρια της παραδοσιακής φόρμας σ’ ότι αφορά την κίνηση. Γαλουχημένος με την αφηγηματικότητα του ινδικού χορού και έχοντας πλέον τα εκφραστικά εφόδια του σύγχρονου, συνηγορεί υπέρ μιας «οργανικότητας» που βασίζεται και στις δύο «σχολές». Η παραπάνω συγχώνευση – αν βλέπαμε μια καθαρά παραδοσιακή παράσταση χορού κάθακ θα τη θεωρούσαμε φολκλόρ κι αν πάλι βλέπαμε μοντέρνο χορό θα αναρωτιόμασταν για τις καταβολές του χορογράφου – συνοψίζει το υφέρπον ιδεολόγημα που συχνά συναντά κανείς σε τέτοιου είδους καταστάσεις: η επιστροφή στις ρίζες μεθοδεύει και υποστηρίζει την αυθεντικότητα του καλλιτέχνη στο βαθμό όμως που δεν θίγει ζητήματα εθνοτικής ταυτότητας και πολιτισμικής αξιολόγησης. Ο Καν, αν και σε συνεντεύξεις του δηλώνει εκατό τοις εκατό Άγγλος, είναι εθνολογικά και πολιτισμικά ακατάτακτος. Πιθανόν με το έργο του προσπαθεί να προσεγγίσει το ζήτημα της ταυτότητας χωρίς όμως η διατύπωση του ερωτήματος να είναι πάντα σαφής: Αν όντως εμμένει σ’ αυτό τον καταγωγικό διαχωρισμό (ανατολής και δύσης), τι είναι αυτό που τον ωθεί να στραφεί στις ρίζες – όχι τόσο για να τις καταδείξει αυτούσιες αλλά για να αναπαραστήσει ένα μοντέρνο αντίγραφό τους στα μάτια του σύγχρονου θεατή; Μήπως μια τέτοια ματιά συνδιαλέγεται αρκετά με την θεώρηση της παράδοσης από μια μεταποικιοκρατική σκοπιά και αναπαράγει αυτό που τόσο έντονα προσπαθεί ο χορογράφος να καταδείξει και να επικρίνει με το έργο του; Μήπως η δυτική κυριαρχία, για όσους δεν υποψιάζονται, ρέει υπόγεια ενισχύοντας τη θέση της μέσα από δημιουργούς που πιστεύουν στο όραμα της πολυπολιτισμικότητας; Ο Καν μεγάλωσε σ’ ένα μητροπολιτικό περιβάλλον όπου βομβαρδιζόταν καθημερινά από στοιχεία της δυτικής κουλτούρας – βλ. βίντεο κλιπ, ποπ αισθητική, τεχνολογία – και είναι αδύνατο να ισχυριστεί κανείς ότι μέσα στο χωνευτήρι των πολιτισμών που λέγεται Λονδίνο θα μπορούσε να διαφυλάξει ασκητικά την αφοσίωσή του στις ρίζες της πατρίδας των γονιών του. Κατά αναλογία της αποδέσμευσής του από τον κλοιό της παράδοσης, ο Καν, όπως φαίνεται και από την παράσταση, εξεγείρεται προς τον πατέρα και ό,τι αυτός εκπροσωπεί: πραότητα, αφέλεια, πίστη στις παραδοσιακές αρχές. Η στάση αυτή είναι επακόλουθο ενός αυθόρμητου, εύθραυστου, αλλά, εντούτοις, σθεναρού και νεανικού εγώ που επιθυμεί να επικρατήσει. Ένα εγώ που δεν έχει ακριβώς συνείδηση της βαρβαρότητας αλλά και της οργανικής του σχέσης μ’ εκείνο για το οποίο εξεγείρεται: το “fuck off” που εκστομίζει είναι απρόσωπο, ουδέτερο – όπως ουδετεροποιημένη είναι και η επαφή του με την «άλλη» πραγματικότητα, αυτή που διακαώς επιθυμεί να προσεγγίσει ώστε να καταλάβει τον εαυτό του. Η αδυναμία του να δημιουργήσει μια περιβάλλουσα πραγματικότητα στην οποία θα αισθάνεται οικεία και στην οποία θα μπορέσει να ενταχθεί ως μονάδα τον μετατρέπουν σ’ ένα απομονωμένο παρατηρητή. Έτσι, όταν επισκέπτεται τη γενέτειρά του δεν κατορθώνει να αφομοιώσει τις χαρακτηριστικές αγωνίες των ντόπιων και να αναμετρηθεί με το απροσδόκητο που αυτές προκαλούν. Ακόμη και στη σκηνή της αναπαριστώμενης διαδήλωσης δεν υπάρχει ταύτιση με την ένταση των συνθημάτων που εκφέρονται, παρασύρεται από την ορμητικότητα του πλήθους και γίνεται μόνο παροδικά ένα με τους άλλους. Εξ’ ου και η όποια επιστροφή σ’ αυτό που συνιστά την «χαμένη πατρίδα» διανοίγεται κύριως μέσω φαντασιακού – σαν ονειρική απόδραση, η οποία αντλεί την καταγωγή της από παραδοσιακές/παραμυθιακές αφηγήσεις που έχει ακούσει παιδιόθεν. Η έννοια του παιχνιδιού εισάγεται ως η ιδανική συνθήκη επαναφοράς του παρελθόντος. Στο σημείο αυτό βρίσκει κανείς αναφορές με ό,τι υποστηρίζει ο Φρόυντ στο δοκίμιο Τέχνη και Ψυχανάλυση: ο καλλιτέχνης ενεργεί σαν το παιδί που παίζει. Δημιουργεί ένα φαντασιακό κόσμο που τον παίρνει στα σοβαρά, δηλαδή τον εφοδιάζει με πολύ ψυχική ενέργεια ξεχωρίζοντας τον ταυτόχρονα καθαρά από την πραγματικότητα. Το σύνθετο έργο του χορογράφου, με περιεχόμενα τόσο προσωπικά όσο και κοινωνιολογικά, καταλήγει να είναι ένα ιδιόρυθμο μέσο με το οποίο ο καλλιτέχνης προσφέρει στον εαυτό του ένα σύμπαν τη στιγμή που ο κατεξοχήν τόπος του λείπει. Ενώ ο ίδιος λοιπόν δεσμεύεται από τα κοινωνικά πρότυπα με τα οποία έχει μεγαλώσει –βλ. τις αναφορές στους Μάικλ Τζάκσον και Μπρους Λη, τις κατεξοχήν δυτικοποιημένες φιγούρες μιας «παγκόσμιας» κουλτούρας– προσπαθεί να εκφράσει μια οικουμενικότητα που δεν συνδέεται μονάχα με την χαμένη πατρίδα αλλά και το πρόσωπο το οποίο αποτελεί το διάμεσο σ’ αυτή: τον πατέρα. Εκείνος γίνεται η αφορμή για την επιστροφή στην χαμένη πατρίδα, μέσω αυτού αφηγείται το ταξίδι που του επέτρεψε να συναντήσει τους «παράδοξους» ξένους. Αυτό που διακρίνει κανείς στην παράσταση είναι η συναινετική στάση του καλλιτέχνη να αποφύγει τις όποιες συγκρούσεις και αντιφάσεις σημειώνονται μεταξύ ανατολικής και δυτικής κουλτούρας: το μυσταγωγικό που αναιρείται από το διεκπεραιωτικό, το παραδοσιακό που αντιστέκεται στο σύγχρονο. Στην ουσία η «επιστροφή» δεν έγινε· ο χορογράφος επινόησε αρκετές διαμεσολαβήσεις, οι οποίες μας επέτρεψαν να ρίξουμε διαγωνίως ματιές στο διαφορετικό και «ξένο», αλλά δεν στάθηκε σ’ αυτό που αρχικά πίστεψε ότι τον συγκροτεί. Σαν σύγχρονος Ιντιάνα Τζόουνς κινήθηκε σε μια Ινδία και την αναπαράστησε με τρόπο που υπακούσε απόλυτα στις επινοήσεις της Δύσης: η περιπλάνηση δεν ήταν ενδοσκοπική, ο προορισμός αποδείχθηκε μάταιος, κατώτερος των προσδοκιών ή των όποιων απαιτήσεων. Όλα έμοιαζαν να στέκονται εμπόδιο στην ανεύρεση του χαμένου ιμάτιου, όλα συνέβησαν «για ένα άδειο πουκάμισο». Το παράδοξο είναι πώς ο ίδιος ο χορογράφος αρνείται την ετερότητά αλλά παρόλα αυτά την χρησιμοποιεί και καταλήγει ως «ξένος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό», τόσο ώστε η ξενότητά του να αναλώνεται μέσα στο ευφυολόγημα και την παντομίμα. «Η ειλικρίνεια που εκφράζει είναι μια επανόρθωση του ψέματος», ή μάλλον, μια φυγή από την αλήθεια: αυτός ο εικονοκλαστικός παροξυσμός και ο δήθεν κοσμοπολιτισμός μας φέρνουν αντιμέτωπους με τον Άλλο, τον αναφομοίωτο ξένο που βρέθηκε στη Δύση και την, εν τέλει, ανομολόγητη αλλά και σε μεγάλο βαθμό ανεπίτευκτη ετερότητα. Τάσος Κουκουτάς 2013-01-10 |






