
Μια κριτική σύνοψη της διημερίδας “Πανεπιστήμιο Παραστατικών Τεχνών προ Των Πυλών” που διοργάνωσε το Σωματείο Εργαζομένων στον Χώρο του Χορού.
Η φράση «καναρίνι σε ανθρακωρυχείο» χρησιμοποιήθηκε ως μεταφορά για τις συνέπειες των μεταρρυθμίσεων στα βρετανικά πανεπιστήμια μετά τη δεκαετία του ’80: μέχρι το 1986 οι βρετανοί ανθρακωρύχοι συνήθιζαν να παίρνουν στις σήραγγες ένα καναρίνι για τον έλεγχο της ποιότητας του αέρα. Όταν το καναρίνι σταματούσε να κελαηδάει, οι εργάτες καταλάβαιναν ότι σύντομα η ατμόσφαιρα θα γίνει αποπνικτική από τοξικά αέρια και έσπευδαν να εκκενώσουν τις σήραγγες. Φαίνεται πως βρισκόμαστε και πάλι εντός σήραγγας. Η παρούσα κυβέρνηση, με την εσπευσμένη ανακοίνωση της ίδρυσης «Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών», δείχνει να ανταποκρίνεται στην κινηματική διεκδίκηση χρόνων (η οποία κορυφώθηκε στις πανελλαδικές κινητοποιήσεις με αφορμή το ΠΔ85 του ’22) για τη δημιουργία ανώτατου δημόσιου ιδρύματος για τις σπουδές στον χορό, τη μουσική και το θέατρο (όχι, όμως, τον κινηματογράφο). Στην πραγματικότητα, όμως, παρακάμπτει τις δημόσιες διαβουλεύσεις και αγνοεί τη συσσωρευμένη γνώση χρόνων γύρω από το ζήτημα αυτό, προχωρώντας σε έναν σχεδιασμό «για εμάς, χωρίς εμάς».
Σε απάντηση των άνωθεν εξαγγελιών της κυβέρνησης και των αυθαίρετων συγκεντρωτικών διαδικασιών για τον σχεδιασμό ενός δημόσιου, ουσιαστικά προσβάσιμου Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών, το ΣΕ.ΧΩ.ΧΟ διοργάνωσε διημερίδα προκειμένου να κρατήσει ζωντανό το διάλογο, να αντισταθεί στην αποδυνάμωση της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας και στην αντικατάστασή της από μια κατασταλτική λογική διακυβέρνησης με έκτακτα διατάγματα (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου) που όχι μόνο κατευνάζουν την επιτακτικότητα του αιτήματος για τη δημόσια ανώτατη καλλιτεχνική εκπαίδευση, αλλά γεννούν περαιτέρω καχυποψία για τις «αγαθές» προθέσεις αυτού του τόσο βεβιασμένου εγχειρήματος.
Μέρα 1η | Σάββατο, 2 Νοεμβρίου 2024
Το ντοκιμαντέρ της Κυβέλης Κουβάτση, «Περί χορευτικής εκπαίδευσης και άλλων μυστηρίων» ανατέμνει τις παθογένειες της χορευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα δίνοντας φωνή στις εμπειρίες των σπουδαστ(ρι)ών. Το ντοκιμαντέρ φανερώνει την ιδιοσυστασία της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι η παιδαγωγική διάσταση του χορού, διάσταση που δυστυχώς συχνά παρακάμπτεται προκειμένου να δοθεί έμφαση στην τεχνική κατάρτιση των χορευτρ(ι)ών. Οι σπουδάστριες/-ές επισημαίνουν τη σημασία αναπλαισίωσης του χορευτικού σώματος στην εκπαίδευση, μιλώντας όχι μόνο για την παραστατική διάσταση του χορού (ο χορός ως θέαμα), αλλά και για μια ολιστική, ψυχοσωματική προσέγγιση με βαθειά ανθρωπιστικές προεκτάσεις. Οι μαρτυρίες των σπουδαστ(ρι)ών απομυστικοποιούν το προφίλ της καλλιτέχνιδας-χορεύτριας, διαμορφώνουν ένα λόγο γύρω από τις παραλείψεις και τα δίκαια αιτήματα στην εκπαίδευσή τους που είναι τρυφερός, κριτικός, μα πάνω απ’ όλα ελπιδοφόρος γιατί δε παραθέτει απλώς τις ανεπάρκειες και τα αδιέξοδα (υπαρξιακά ή επαγγελματικά) που γεννιούνται εξαιτίας αυτών, αλλά αναδεικνύουν έναν ορίζοντα σκέψης πολύ πιο διευρυμένο προς τον οποίο θα έπρεπε να προσανατολίζεται η εκπαίδευσή τους γενικά. Δικαίως το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε ως «εισαγωγή» στη διημερίδα αυτή, ως τεκμηρίωση και τεκμήριο των «από τα κάτω» φωνών, ως στρατηγικός στόχος της οποιασδήποτε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης –αφού δε νοείται θεσμικός ανασχεδιασμός χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την ομάδα-αποδέκτη των εκάστοτε πολιτικών αποφάσεων.
Στον επακόλουθο διάλογο, οι τοποθετήσεις οργανώθηκαν γύρω από τις εξής θεματικές: α) το προφίλ του διδακτικού προσωπικού και τις σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους, β) την έμφαση στην έρευνα συνδυάζοντας ισόβαθμα το καλλιτεχνικό με το επιστημονικό, γ) τη σφαιρική κατάρτιση των σπουδαστ(ρι)ών ώστε να αποφευχθούν διχοτομήσεις ανάμεσα στο καλλιτεχνικό και το ακαδημαϊκό προφίλ, δ) τον συγχρονισμό με το «τώρα», φέρνοντας σε ισορροπία τον άνωθεν κρατικό σχεδιασμό με τις πραγματικές ανάγκες στην ανώτατη καλλιτεχνική εκπαίδευση. Αναπόφευκτα, οι απαντήσεις για τα παραπάνω επέστρεφαν στο αφετηριακό ερώτημα του τι εννοούμε τελικά όταν αναφερόμαστε στο «πανεπιστήμιο»: το πανεπιστήμιο, λοιπόν, όχι μόνο ως τίτλοι σπουδών, ως προθάλαμος μιας κατά τ’ άλλα αβέβαιης επαγγελματικής πορείας, αλλά και ως ζωτικός χώρος συνεύρεσης, ανταλλαγής, ζύμωσης καθώς και χώρος συλλογικών κινητοποιήσεων, στον οποίο διαμορφώνεται κανείς (και) πολιτειακά, επικυρώνοντας μεταξύ άλλων το δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Αυτός ο εννοιολογικός και οντολογικός προσδιορισμός του πανεπιστημίου-ως-χώρου-διαμόρφωσης-των-κοινών μας επιτρέπει να εξετάσουμε κριτικά τις όποιες (παρελθούσες αλλά και μελλοντικές) μεταρρυθμίσεις με καθαρά επιχειρηματικό προσανατολισμό.
Επομένως, να αντισταθούμε στη δημιουργία ενός ανώτατου ιδρύματος που λειτουργεί μονομερώς ως «βιοπολιτικό εργαστήριο» στοχεύοντας στην επαγγελματοποίηση των καλλιτεχνών και την αδιέξοδη προσαρμογή τους με τις επιταγές της αγοράς. Εφόσον η εκπαίδευση παραμένει δημόσιο αγαθό –το οποίο πρέπει με κάθε τρόπο να υπερασπιστούμε– όπως και το δικαίωμα στην εργασία, οφείλουμε να διαμορφώσουμε έναν εκπαιδευτικό χώρο που δεν υποτάσσεται συλλήβδην στις βουλήσεις των δυνάμεων της αγοράς εργασίας, που δε συμμορφώνεται αυτομάτως με τις επιταγές της «χρήσιμης γνώσης», της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητας σε μια ανταγωνιστική συνθήκη του «όλοι εναντίον όλων». Τα παραπάνω μεταγράφονται στο εξής ερώτημα: Πως υπερασπιζόμαστε το συλλογικό όφελος από την ίδρυση της Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών; Όφελος, επομένως, που πρέπει να ξανασυνδεθεί με τις θεσμικές και πολιτικές καταβολές του πανεπιστημίου, ενός αιτήματος που μας πάει πίσω στην έννοια της παιδείας και όχι στο φενακισμό της γνώσης.
Μέρα 2η | Κυριακή, 3 Νοεμβρίου 2024
Η δεύτερη μέρα ήταν σαφώς προσανατολισμένη στην ανάδειξη των διαδικαστικών πλην όμως ουσιαστικών λεπτομερειών καθώς η βεβιασμένη ανακοίνωση της ίδρυσης της ΑΣΠΤ, εκλήφθηκε από την πλειοψηφία ως επικοινωνιακό τέχνασμα, στην ήδη παγιωμένη πολιτική κατεύθυνση της (θυσιαστικής) ανάπτυξης και του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού. Το πλήθος των καίριων παρεμβάσεων πραγματοποιήθηκε γύρω από τους εξής θεματικούς άξονες: «Ένας χρόνος από τις κινητοποιήσεις: Κεκτημένα-Διεκδικήσεις-Σύνδεση με το τώρα», «Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση σε κοινό κάδρο», «Ακαδημαϊκό περιβάλλον, διάρθρωση και περιεχόμενο σπουδών της νέας σχολής», «Θεσμικό πλαίσιο – Τεχνικό οικοδόμημα του νέου νομοσχεδίου». Παρακάτω, επιχειρείται μια σταχυολόγηση των καίριων σημείων από τις 27 συνολικά ομιλίες της δεύτερης μέρας.
Πολλές από τις τοποθετήσεις έφεραν αναπόφευκτα στην επιφάνεια τη μαχητική δυναμική των σπουδαστικών κινημάτων με αφορμή το ΠΔ85 του ’22, το πάνδημο αίτημα των σπουδαστ(ρι)ών και το πως αγκαλιάστηκε ποικιλοτρόπως από την κοινωνία, υπενθυμίζοντας πως η δημιουργία ενός δημόσιου Πανεπιστημίου για τις παραστατικές τέχνες ριζώνει σε πραγματικές συλλογικές διεκδικήσεις, στον αγωνισμό του πλήθους, στην πολιτική εγρήγορση, στην χειραφετητική και άμεση κινητοποίηση μέσα από την οποία διαμορφώθηκε ο ανοιχτός διάλογος για το «τί Πανεπιστήμιο θέλουμε». Βέβαια, επειδή τέτοιου είδους ριζικές διεκδικήσεις συνήθως εκφράζονται σε βραχυπρόθεσμες δράσεις υψηλής πολιτικής έντασης, η διαρκής στράτευση σε αυτές απαιτεί να ορίζεται εκ νέου το ακροατήριο τους. Η επαναφορά στην παρούσα συγκυρία, λοιπόν, οφείλει να είναι εξίσου αφυπνιστική, καθώς οι μέχρι τώρα διαβουλεύσεις για τον σχεδιασμό της ΑΣΠΤ παραβλέπουν τις ιδιαιτερότητες της υπάρχουσας καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, γεννώντας έτσι μια σειρά από νέες επιπλοκές, όπως το κενό που θα δημιουργηθεί στη δημόσια ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης (εφόσον η ΚΣΟΤ και η σχολή της ΕΛΣ υπαχθούν στη μελλοντική ΑΣΠΤ) καθώς και η σύνθεση της διοικούσας επιτροπής (εξαιρετικά κομβικής σημασίας, δεδομένου ότι η θητεία της θα καθορίσει τη λειτουργία και πορεία του νέου εκπαιδευτικού ιδρύματος).
Καθώς η ίδρυση της ΑΣΠΤ φαίνεται να ζητά την αμέριστη προσοχή μας, η «καυτή πατάτα» για το μέλλον της ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης παραμένει, επίσης, άνευ σαφούς πολιτικού σχεδιασμού. Η εγρήγορση στο ζήτημα αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να ακολουθήσει την συχνά εσφαλμένη διχοτόμηση της προσοχής μας ανάμεσα στο δέντρο και το δάσος. Η ανώτερη εκπαίδευση στον Χορό, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, υπάρχει και μάλιστα παρέχεται από δύο δημόσιες σχολές (ΚΣΟΤ, Σχολή της ΕΛΣ), παράλληλα με τις πιστοποιημένες από το ΥΠΠΟ ιδιωτικές. Σε περίπτωση που οι κρατικές σχολές συγχωνευτούν στη δομή της ΑΣΠΤ, όπως και πιστοποιείται από τις ανακοινώσεις, υπάρχει ο κίνδυνος η ανώτερη εκπαίδευση να «παραχωρηθεί» εξ ολοκλήρου στον ιδιωτικό τομέα. Η μετατροπή των Σχολών Ανώτερης Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης σε Ανώτερες Σχολές Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης (ΑΣΚΕ) και η κατάταξή τους στο επίπεδο 5 του εθνικού πλαισίου προσόντων δε λύνει το χρόνιο πρόβλημα του αδιαβάθμητου των καλλιτεχνικών πτυχίων, εφόσον από τις επίσημες δηλώσεις δεν καθίσταται σαφής ο τρόπος σύνδεσής τους με την ΑΣΠΤ, όπως επίσης, ο αριθμός των εισακτέων σε αυτή και ο (μάλλον περιορισμένος) αριθμός των σπουδαστ(ρι)ών που θα μπαίνουν με κατατακτήριες ή ακολουθώντας την αμφιλεγόμενη «αυτοδίκαιη κατάταξη». Το τελευταίο σκέλος δεν είναι απλώς ζήτημα αριθμητικής τάξης, αλλά ουσιαστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, εκτός και αν η ίδρυση της ΑΣΠΤ προορίζεται για μια ελίτ υποψηφίων, χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για το πόσοι θέλουμε να έχουν τελικά πρόσβαση σε αυτή. Από την άλλη, το πτυχίο των απόφοιτων των ΑΣΚΕ, οι οποίοι αποτελούν και την πλειοψηφία του καλλιτεχνικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, θα είναι ισοδύναμο με δίπλωμα ΙΕΚ ή με πτυχίο επαγγελματικής ειδικότητας (τάξη μαθητείας ΕΠΑΛ); Τι μπορεί να σημαίνει ότι οι ιδιωτικές καλλιτεχνικές σχολές –«επιχειρήσεις» κατά τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού– τίθενται πλέον υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας;
Πολλά τα ερωτήματα, λοιπόν, από τον μέχρι τώρα ελλιπή σχεδιασμό που χρήζουν διευκρίνισης: πως θα διοικείται και θα λειτουργεί η ΑΣΠΤ, δεδομένου ότι τα τμήματα θα είναι διασκορπισμένα, τι θα περιλαμβάνει το πρόγραμμα σπουδών και πόσες ειδικότητες ή κατευθύνσεις έχουν προβλεφθεί, με ποιες διαδικασίες θα στελεχωθεί και ποια κριτήρια επιλογής θα ισχύουν για την επιλογή του διδακτικού προσωπικού, ποια η δυνατότητα απορρόφησης κονδυλίων (ΕΛΚΕ – ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας) και η πρόσβαση σε ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ, σε ποιο βαθμό έχει υλοποιηθεί μελέτη σκοπιμότητας για την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων με τμήματα άλλων ιδρυμάτων της ανώτατης εκπαίδευσης; Επιπρόσθετα, σε σχέση με τα αιτήματα που διατυπώθηκαν από τον Σύλλογο Σπουδαστών της ΚΣΟΤ, η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να πλαισιώνεται από παροχές και διευκολύνσεις όπως η δυνατότητα πρόσβασης σε στέγαση/σίτιση, η σπουδαστική ταυτότητα και οι μειωμένου κόστους μετακινήσεις, ο επαγγελματικός προσανατολισμός και η πρακτική άσκηση ως μεταβατικό στάδιο για την ένταξη στην αγορά εργασίας –αιτήματα που έχουν διατυπωθεί και για την φοίτηση στις ανώτερες σχολές. Κάθε ένα από τα παραπάνω πρέπει να συνυπολογισθεί στον σχεδιασμό της ΑΣΠΤ, εφόσον η εκπαίδευση διατηρεί το δημόσιο χαρακτήρα της, απευθύνεται επομένως σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, χωρίς ταξικές διακρίσεις.
Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την στελέχωση, όπως υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα σε πολλές από τις εισηγήσεις, η διάκριση ανάμεσα στο ερευνητικό και το καλλιτεχνικό πρόγραμμα προϋποθέτει την αναγνώριση ξεχωριστών δεξιοτήτων και υψηλής ειδίκευσης, είτε στην ακαδημαϊκή έρευνα είτε στην καλλιτεχνική πρακτική, με αιτούμενο αυτά τα δύο (έρευνα/πρακτική) να αλληλοσυμπληρώνονται. Οι διδάσκοντες στις ανώτερες σχολές δεν είναι (απαραίτητα) ερευνητές, αλλά και οι ακαδημαϊκοί ερευνητές δεν διαθέτουν (πάντα) την απαραίτητη εμπειρία του καλλιτεχνικού πράττειν. Με βάση αυτή την οργανική συμπληρωματικότητα θεωρίας και πρακτικής θα πρέπει να αναζητηθούν νέα παιδαγωγικά εργαλεία που να υποστηρίζουν τόσο την εμπειρική διάσταση όσο και τη θεωρητική κατάρτιση, αλλά και το σημαντικότερο, η συμπληρωματικότητα αυτή θα πρέπει να διαμορφώσει τα κριτήρια επιλογής του διδακτικού προσωπικού της ΑΣΠΤ, κριτήρια επομένως που δεν μπορούν να βασίζονται μονομερώς σε τίτλους σπουδών (π.χ. διδακτορικό) αλλά πρέπει να αντλούν και από την καλλιτεχνική πρακτική την οποία έχει αναπτύξει ο εκάστοτε καλλιτέχνης-διδάσκων. Στην πραγματικότητα η ΑΣΠΤ καλείται να συγκεράσει αυτό το χάσμα, αξιοποιώντας ενδεχομένως την πολύτιμη εμπειρία από άλλα ανώτατα ιδρύματα, όπως το τμήμα θεάτρου της σχολής καλών τεχνών του Α.Π.Θ., την ΑΣΚΤ, τη σχολή του Εθνικού κ.ο.κ.. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε καθαρές προτάσεις για την ΑΣΠΤ χωρίς να ξέρουμε τί είναι αυτό που έχουμε μπροστά μας;
Την παραπάνω ερμηνευτική ασάφεια ανέλυσε σκωπτικά μια από τις εισηγήτριες αναφερόμενη στο πείραμα με τη «γάτα του Στρέτινγκερ». Το θέμα, βέβαια, δεν είναι να μείνουμε στο παράδοξο ότι η γάτα εντός κουτιού ενδέχεται να είναι ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή, αλλά στο ευκταίο σενάριο πως όταν ανοίξουμε το κουτί η γάτα όχι μόνο θα είναι ζωντανή αλλά και θα μπορεί να συμβιώσει με τις υπόλοιπες γάτες. Ποιες είναι οι υπόλοιπες γάτες; Κάποιος θα μπορούσε να πει τα υπόλοιπα δημόσια πανεπιστήμια, άλλος την πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Άλλωστε, μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για την ανώτατη καλλιτεχνική εκπαίδευση δε γίνεται να μη λαμβάνει υπόψη της συνολικά τον επαναπροσδιορισμό της θέσης των τεχνών σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα (αν όχι συνολικά την κοινωνία), σε μια συγκυρία μάλιστα που τα καλλιτεχνικά μαθήματα στα σχολεία τείνουν να καταργηθούν και η όποια ενσώματη προσέγγιση στην παιδεία απουσιάζει. Από την άλλη, αν η μέριμνά μας εστιαστεί αποκλειστικά στην ανώτατη εκπαίδευση, τότε ένα καλό πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να βρίσκεται στη λίστα των προτεραιοτήτων μας. Ένα καλό πρόγραμμα σπουδών αλλά με τις υπάρχουσες, ανεπαρκείς υποδομές –όπως ανέδειξε, μεταξύ άλλων, και ο Σύλλογος Σπουδαστών της ΚΣΟΤ– είναι μια μετριοπαθής λύση, που δεν ανταποκρίνεται ούτε στα πρότυπα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που η καλλιτεχνική/ακαδημαϊκή κοινότητα οραματίζεται ούτε στο επίπεδο της εγχώριας καλλιτεχνικής παραγωγής και έρευνας. Αν δε βρεθεί η χρυσή τομή, τότε μιλάμε μάλλον για «πανεπιστήμιο του σωλήνα», όπως επισημάνθηκε σε μία από τις τοποθετήσεις, ένα πείραμα δηλαδή που δε δύναται να συλλάβει την καλλιτεχνική γνώση και πρακτική με σύγχρονους όρους (π.χ. «η έρευνα ως παράσταση»), παραβλέποντας έτσι όχι μόνο τα εργαλεία της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και την ίδια την ενσώματη γνώση που παράγεται εντός του καλλιτεχνικού πεδίου.
Πως μπορεί, επομένως, να αξιοποιηθεί στον σχεδιασμό της ΑΣΠΤ η ήδη υπάρχουσα γνώση εντός του καλλιτεχνικού πεδίου; Τι σημαίνει, εν έτει 2025, σπουδάζω χορό, θέατρο ή μουσική; Με ποιο τρόπο η σπουδή στο αντικείμενο αυτό μας φέρνει σε επαφή με άλλα γνωστικά αντικείμενα, διανθίζοντας έτσι τόσο τον χορό, όσο και τις υπόλοιπες τέχνες, σε μια διαδρομή διαρκούς «αλληλο-μαθητείας»; Μπορεί κανείς να απαριθμήσει μια σειρά από γνωστικά πεδία τα οποία τροφοδοτούν, επαναπροσδιορίζουν και διευρύνουν το πεδίο των παραστατικών τεχνών: από την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία μέχρι την ιστορία και τη φιλοσοφία. Αν σε θεωρητικό επίπεδο μπορούμε να εμπλουτίσουμε τις αναφορές μας σε θέματα που εφάπτονται π.χ. με το αντικείμενο του χορού, το ερώτημα τότε μετατίθεται και στις πρακτικές που θα θέλαμε να συμπεριλάβουμε στην ανώτατη εκπαίδευση: χιπ-χοπ και άλλες μορφές street dancing, voguing και wacking καθώς και όλη η κουλτούρα του ball (room). Ένα καλό πρόγραμμα σπουδών οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τόσο τις ιστορικές μορφές του χορού όσο και τα σύγχρονα ιδιώματα, ειδικότερα σε μια εποχή που τα στεγανά στις τέχνες έχουν καταρριφθεί και οι υβριδικές μορφές τείνουν να γίνουν ο νέος κανόνας – πρακτικά, αυτή η τόσο αναγκαία διακαλλιτεχνική αναταλλαγή δεν διευκολύνεται εφόσον τα τμήματα της ΑΣΠΤ, έτσι όπως σχεδιάζεται προς το παρόν, δεν θα συστεγάζονται.
Στο σημείο αυτό ανοίγει προφανώς και η κουβέντα για τη συμπεριληπτικότητα στις παραστατικές τέχνες, για τη δυνατότητα πρόσβασης στις σπουδές από άτομα με αναπηρία. Το ζήτημα της συμπερίληψης μπορεί να συνοψιστεί με τον εξής τρόπο (όπως και έγινε σε μια από τις τοποθετήσεις): «ο συμπεριληπτικός χορός δεν είναι ένα άλλο είδος χορού». Οι συμπεριληπτικές μέθοδοι, επομένως, δεν έχουν να κάνουν με την αλλαγή του γνωστικού αντικειμένου αλλά με τις διδακτικές προσεγγίσεις, με την συν-αντίληψη, με την ανοιχτότητα του πεδίου σε επίπεδο σπουδών και το κυριότερο, με το άνοιγμα της βάσης και σε επίπεδο απασχόλησης (η απασχόληση των ανάπηρων καλλιτεχνών, επομένως, όχι μόνο σε πρότζεκτ με θεματική την αναπηρία). Η στροφή προς το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας (και όχι το ιατροκεντρικό) συνεπάγεται και τη ριζική αναθεώρηση του νόμου περί αρτιμέλειας.
Αναγνωρίζοντας την υφιστάμενη πραγματικότητα στα ΑΕΙ, ο σχεδιασμός για την ίδρυση της ΑΣΠΤ οφείλει να θέσει τον πήχη ψηλότερα, να επιδιώξει δηλαδή ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών με τις σωστές υποδομές. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ένα μη υγιές πανεπιστημιακό περιβάλλον καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την επιθυμητή σύζευξη ακαδημαϊκής έρευνας και καλλιτεχνικής πρακτικής και δεν αναβαθμίζει ουσιαστικά το επίπεδο των σπουδών. Όπως παρατηρείται και στους υπόλοιπους τομείς του κράτους πρόνοιας, οι σωστές υποδομές δεν είναι απλώς ζήτημα προσέλκυσης ιδιωτικού κεφαλαίου, σε μια συνθήκη μάλιστα που η δωρεάν, δημόσια παιδεία βάλλεται ποικιλοτρόπως και υποβαθμίζεται διαρκώς. Η λεγόμενη «εξυγίανση» του δημοσίου έχει επιφέρει και τη συρρίκνωσή του, με τα ιδιωτικά ιδρύματα να αποκτούν ηγετικό ρόλο τόσο στο πεδίο του πολιτισμού όσο και της υγείας. Το ζήτημα είναι σαφώς περίπλοκο και δεν αναλύεται σε μια απλή διχοτόμηση ιδιωτικού και δημοσίου. Άλλωστε, η μερίδα του λέοντος στην ανώτερη καλλιτεχνική εκπαίδευση ανήκει ήδη στον ιδιωτικό τομέα, παρότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να συγκριθούν με τον γιγαντισμό των κοινωφελών ιδρυμάτων. Αν σε κάποιο βαθμό είναι ακόμη εφικτός ο κρατικός παρεμβατισμός, δεν θα μπορούσε φυσικά να εφαρμοστεί επιλεκτικά και κατά περίπτωση, αλλά οριζοντίως, εξασφαλίζοντας δικαιότερη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά, όπως η υγεία και η εκπαίδευση. Μπορούν, υπό το πρίσμα αυτό, οι προθέσεις της κυβέρνησης για την ίδρυση της ΑΣΠΤ να γίνουν αντικείμενο πειθούς, όταν η ίδια πλέον δε διαθέτει τεκμήριο αθωότητας;
Η ερώτηση κάθε άλλο παρά ρητορική είναι, μας προτρέπει μάλλον να εξετάσουμε με καχυποψία κάθε απόπειρα θριαμβολογίας από την πλευρά της κυβέρνησης. Καχυποψία, ωστόσο, που δεν εδράζεται απλώς στις όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές αντιπαραθέσεις με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της, αλλά στέκεται κριτικά στα πεπραγμένα: π.χ. νόμος Πιερρακάκη και κατάργηση 37 τμημάτων ΑΕΙ που τελούσαν ήδη σε αναστολή από τη θητεία της Κεραμέως, αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη δυνατότητα ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Για την ιστορία, επίσης, από το 2001, με την ευρωπαϊκή συνθήκη της Μπολόνια, η μεταλυκειακή εκπαίδευση χωρίστηκε σε σπουδές δύο ταχυτήτων, δημιουργώντας τις αντίστοιχες διαβαθμίσεις και στον εργασιακό τομέα, στη συνέχεια καταργήθηκαν τα ΤΕΙ τα οποία μετονομάστηκαν σε ΑΤΕΙ και από το 2003 μέχρι το 2022, όποτε και μπήκε η οριστική ταφόπλακα με το ΠΔ 85/22, η ανώτερη (κρατική ή ιδιωτική) καλλιτεχνική εκπαίδευση υφίσταται έναν διαρκή υποβιβασμό. Ωστόσο, η πρόταση να είμαστε καχύποπτοι στις όποιες άνωθεν «θολές» πολιτικές δεν είναι και πρόταση καχυποψίας προς την ίδια την ιδέα του πανεπιστημίου.
Αρκεί να δούμε την ιστορικότητα του ίδιου του αιτήματος για την ίδρυση ενός πανεπιστημίου χορού στη χώρα μας με το οποίο αναμετρήθηκαν γενιές χορευτών και χορευτριών. Στο μεταξύ, υπάρχουν πλέον σαφείς προτάσεις, έχουν μελετηθεί παιδαγωγικές μέθοδοι και οι καλλιτέχνες φέρουν τις δικές τους εμπειρίες από αντίστοιχα ανώτατα ιδρύματα της αλλοδαπής. Γνώση και προτάσεις, πλέον, υπάρχουν· το θέμα είναι αν από την πλευρά της ηγεσίας υπάρχει πρόθεση οι προτάσεις αυτές να εισακουστούν, η συσσωρευμένη γνώση να χρησιμοποιηθεί εμπράκτως στον σχεδιασμό της ΑΣΠΤ (πράγμα που επεδίωξε και το ΣΕ.ΧΩ.ΧΟ με τις δύο ημερίδες που έχει διοργανώσει μέχρι τώρα). Με βάση αυτό θα κριθεί όχι μόνο η αξιοπιστία της παρούσας κυβέρνησης αλλά και η ουσιαστική, ριζική μεταρρύθμιση την οποία επικαλείται, αποκρινόμενη δήθεν με γενναιότητα σε μια αλλαγή που ήταν αναγκαία.
Όπως αναφέρθηκε πολλάκις στις τοποθετήσεις αυτής της διημερίδας, «ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες». Το διήμερο αυτό ήταν αναγκαίο, τόσο για να τεθεί η αδιαφάνεια των διαβουλεύσεων στον σχεδιασμό της ΑΣΠΤ όσο και για να αναθερμανθεί ο διάλογος γύρω από την ανώτατη καλλιτεχνική εκπαίδευση, με όρους που διασφαλίζουν το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν παιδεία. Η επιδίωξη των οριζόντιων διαδικασιών και η επιθυμία να τεχνουργήσουμε τους δικούς μας μικρόκοσμους εκτίθενται, φυσικά, στον κίνδυνο τα αιτήματα που διατυπώνονται από τα κάτω να διαστρεβλώνονται καθώς μεταγράφονται σε άνωθεν πολιτικές. Η πιθανή (και αναμενόμενη) αντιπαράταξη των σπουδαστικών διεκδικήσεων και των θεσμικών φορέων θα πρέπει να επιδιωχθεί στη βάση νέων πολιτικών πρακτικών, ώστε να εξασφαλιστεί ένα λιγότερο εχθρικό πλαίσιο εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής.
Η έκκληση της καλλιτεχνικής κοινότητας για συνομιλία με αρμόδιους του ΥΠΠΟ δεν ευοδώθηκε –ενώ είναι κρίσιμο στις διαβουλεύσεις να συμπεριληφθούν γνώσεις και εμπειρίες όχι μόνο από τις κρατικές ανώτερες σχολές. Η απουσία εκπροσώπων και στη διημερίδα που διοργάνωσε το ΣΕΧΩΧΟ, δεν είναι απλώς θέμα «παράλειψης» ή «συμβιβασμού» αλλά καταστατική συνθήκη της πολιτικής πραγματικότητας. Από τη μία η αδιαλλαξία της πολιτείας να λογοδοτήσει ή έστω να ανοίξει τα χαρτιά της για το μελλοντικό πανεπιστήμιο, από την άλλη το έλλειμμα εκπροσώπησης που είναι πλέον διάχυτο σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Όσο το ρήγμα αυτό μείνει αγεφύρωτο, άλλο τόσο η πολιτική θα ταυτίζεται με την διαχείριση του αναγκαίου: αναγκαία μέτρα, αναγκαίες θυσίες και αναπόφευκτες παραλείψεις. Η πολιτική όμως έχει νόημα όχι μόνο όταν σκοπεύουμε να εκπροσωπήσουμε τους καλλιτέχνες ανακοινώνοντας την ίδρυση της ΑΣΠΤ, αλλά όταν είμαστε πιστοί στα συμβάντα μέσα απ’ τα οποία η καλλιτεχνική κοινότητα πήρε θέση απαιτώντας το δικαίωμα στην ανώτατη εκπαίδευση.
Αναστάσιος Κουκουτάς
για το ΣΕΧΩΧΟ