Ο χορός υπήρξε αδικημένος ώς τώρα ανάμεσα στις τέχνες που έχουν τύχει ενός είδους κρατικής υποστήριξης, όπως το θέατρο, η μουσική, ο κινηματογράφος.
Πριν από έναν μήνα οργανώθηκε μια πυκνή συζήτηση σχετικά με την πρωταρχική και πιεστική ανάγκη δημόσιας πολιτικής και στήριξης του χορού στη χώρα μας.
Το δραστήριο Σωματείο Εργαζομένων στον Χώρο του Χορού (Σ.Ε.ΧΩ.ΧΟ.) κατάφερε να φιλοξενήσει στο ίδιο τραπέζι πολλές ιδέες που κάλυπταν ένα διευρυμένο φάσμα απόψεων, αντιπροσωπεύοντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά και τις εμπειρίες που διαθέτει η ελληνική καλλιτεχνική κοινότητα χορού.
Δεν έλειπαν το όνειρο, η σωματικότητα, η διεθνής εμπειρία, τα γήινα ρεαλιστικά επιχειρήματα αλλά και οι θεσμικές προσεγγίσεις, που όλα μαζί έδωσαν τη δυναμική του χώρου και της κοινότητας.
Ορισμένες βασικές παραδοχές φάνηκε να διαμορφώνουν ένα πρώτο πλαίσιο στρατηγικής, απαραίτητο ως υπόθεση εργασίας και σχέδιο για να γίνει το αποφασιστικό βήμα. Ο διάλογος είχε αφετηρία την ανάγκη ενός χώρου, μιας Στέγης χορού, που κάποιοι το ονόμασαν Σπίτι με την έννοια της οικειότητας και της καλλιτεχνικής αγκαλιάς. Ταυτόχρονα, έγινε αισθητή η σημασία τού να υπάρξουν χορογραφικά κέντρα σε ολόκληρη την περιφέρεια.
Τα παραπάνω έφεραν στο φως την ανάγκη της θεσμικής οργάνωσης και της δημόσιας στήριξης του σύγχρονου χορού, μέσω ενός οργανισμού που δεν θα είναι απλώς ένας μεμονωμένος χώρος αλλά το κέντρο ενός δικτύου αποφάσεων και λειτουργιών, ώστε να επιτελεί μια δέσμη μέτρων δημόσιας πολιτικής για τον χορό. Ενός δημόσιου πολιτισμικού οργανισμού που έχοντας εξασφαλίσει οικονομική επιχορήγηση, προσωπικό, υποδομές και διοίκηση, σε συνεργασία με τους δρώντες του πεδίου, τις ομάδες και την ευρύτερη κοινότητα θα διαχειριστεί τα σημερινά δεδομένα και θα σχεδιάσει το μέλλον.
Αυτό μαρτυρούν τα χορογραφικά κέντρα του εξωτερικού αλλά και η σκληρή ελληνική εμπειρία των ανεπαρκών κρατικών επιχορηγήσεων και της εξαιρετικά περιορισμένης υποστήριξης του χορού από το υπουργείο Πολιτισμού. Το βέβαιο είναι ότι με τη σημερινή δομή του υπουργείου, καμία διεύθυνση δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες και τη δυναμική που διαθέτει ο σύγχρονος χορός για να αναπτυχθεί και να κερδίσει την προσοχή του ελληνικού κοινού, να ταξιδέψει στο εξωτερικό, να κάνει ανταλλαγές, να φιλοξενήσει και να φιλοξενηθεί όπως του ταιριάζει.
Σίγουρα υπάρχουν χώροι που θα μπορούσαν να στεγάσουν ένα τέτοιο εγχείρημα, με πρώτο το Ακροπόλ ή την Πειραιώς 260 ή ακόμη συμπληρωματικά και το θέατρο Λυκαβηττού για ένα καλοκαιρινό φεστιβάλ, και αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να επιδιωχθεί παράλληλα με την ίδρυση του οργανισμού, ώστε να στεγαστεί κατάλληλα. Αλλωστε, πρόκειται για χώρους που διαθέτουν πολλαπλά πλεονεκτήματα, ανάμεσα στα οποία είναι και η δυνατότητα συμβίωσης με άλλες τέχνες και το κοινό τους, ώστε η λειτουργικότητα να εμπλουτίζεται και η καλλιτεχνική εμπειρία να μεγιστοποιείται.
Ο χορός υπήρξε αδικημένος ώς τώρα ανάμεσα στις τέχνες που έχουν τύχει ενός είδους κρατικής υποστήριξης, όπως το θέατρο, η μουσική, ο κινηματογράφος. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να μετατραπεί σε πλεονέκτημα αν αξιοποιηθεί η εμπειρία των άλλων δημόσιων οργανισμών, που στη διάρκεια των δεκαετιών πάλιωσαν ως μηχανισμοί ή έμειναν στάσιμοι και ελάχιστα ευέλικτοι, δεν ανανεώθηκαν απέναντι στις νέες εξελίξεις και ανάγκες.
Παράλληλα, η κοινότητα του χορού διαθέτει πλέον θεωρητικούς, χορογράφους και ένα δυναμικό ανθρώπων που μπορούν να συμβάλουν στο εγχείρημα, με πολύτιμη εμπειρία του εξωτερικού, γνώση και συμμετοχή σε δίκτυα, κάτι που δεν συνέβαινε παλιότερα.
Η εξ αρχής ένταξη στη συζήτηση και τον προβληματισμό της περιφερειακότητας, επίσης, είναι δείγμα μιας κοινότητας που δεν παραμένει στα παλιά στεγανά της υδροκεφαλικής πρωτοκαθεδρίας και του στενού ειδικού κοινού, αλλά αντιλαμβάνεται ως όρο επιβίωσης και ανθεκτικότητας το δίκτυο χορογραφικών κέντρων που πρέπει να αναπτυχθεί στη χώρα, απευθυνόμενο σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της συνεργασίας, μέσα από μια πολιτισμική πολιτική που θα αφορά όχι τους λίγους και εκλεκτούς αλλά όλους, με άξονες τη διαφορετικότητα, τη συμπερίληψη, τη συμμετοχικότητα και τη βιωματική προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα πολιτισμικής αναγέννησης των πόλεων στη χώρα.
Ο χορός έχει τις δικές του τεράστιες δυνατότητες να αναπτύξει ερευνητικά προγράμματα, παραγωγές, παραστάσεις, πρόβες, ανταλλαγές, φιλοξενία, υποτροφίες, βραβεία, φεστιβάλ, εκπαιδευτικά προγράμματα και δράσεις, δίνοντας ώθηση στον πολιτισμό της καθημερινής ζωής και αναζωογονώντας τις τοπικές κοινότητες.
Η χαοτική Αθήνα με τις γειτονιές και τα προάστια, η περιφέρεια με τις πόλεις της μπορούν να αποτελέσουν πυρήνες πολιτισμικών προτάσεων που δεν περιορίζονται στην προετοιμασία μιας παράστασης, αλλά χρησιμοποιούν όλους τους παραπάνω τρόπους για να συγκροτήσουν πολιτισμικές κοινότητες και να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της κοινωνικής ζωής, προσφέροντας νέο νόημα και περιεχόμενο στις ανθρώπινες σχέσεις.
Το έχουμε όλοι ανάγκη μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που μας ταλανίζουν, αλλά το έχουν πάνω απ’ όλους ανάγκη οι πιο ευάλωτοι ανάμεσά μας, τα παιδιά, οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι υποβαθμισμένες περιοχές.
Όταν κάποτε επισκέφθηκα το Βούπερταλ, έμεινα έκπληκτη από τη βιομηχανική πόλη που η Πίνα Μπάους είχε μεταμορφώσει σε διάσημο παράδειγμα για τον χορό. Κι όταν την επομένη παρακολούθησα μια παράσταση με και για την τρίτη ηλικία έκλαψα από συγκίνηση. Αυτό ήταν ένα θαύμα που μια εύθραυστη γυναίκα που αγαπούσε τον χορό έφερε εις πέρας.