Λάθος Κίνηση - «Audition Βάκχες» (N.Koυτσούγερα, Α.Σερέπας)


Λάθος Κίνηση

 

«Audition Βάκχες»


Τι είναι Άλλος



Τίτλος: Ο Άλλος...Εντός και Εκτός


Κείμενο: Ναταλία Κουτσούγερα (κοιν.ανθρωπολόγος)

Αντώνης Σερέπας (ανθρωπολόγος)



Ο Κωνσταντίνος Μίχος και η ομάδα του επιλέγουν αυτή τη φορά να χρησιμοποιήσουν το έργο του Ευριπίδη, Βάκχες, για να διερευνήσουν το ερώτημα «τι είναι Άλλος», μέσα από μια αναστοχαστική και διαδραστική performance. Το χορευτικό δρώμενο εκτυλίσσεται σε δυο φάσεις. Αρχικά ξεκινά μέσα σε ένα στούντιο χορού και ολοκληρώνεται στο δημόσιο χώρο, στα στενά της Ευριπίδου και της Βαρβακείου αγοράς. Στην πρώτη φάση λαμβάνει τη μορφή μιας δημόσιας ακρόασης για τις Βάκχες, όπου δυο χορογράφοι, καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, επιβλέπουν τους τέσσερις χορευτές που πραγματοποιούν την οντισιόν.

 

Μια βοηθός σκηνοθέτη παρεμβάλλεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ η φωτογράφος απαθανατίζει τις επιτελέσεις των χορευτών, προβάλλοντας τις ταυτόχρονα σε ένα μόνιτορ. Μέσω μιας σειράς, εκ πρώτης όψεως, απλών χορευτικών ασκήσεων, οι χορευτές φτάνουν σταδιακά στην έκσταση, χάνουν την προσωπικότητα τους, για να βρεθούν σε μια «άλλη» κατάσταση και να δηλώσουν έναν «Άλλον» εαυτό. Ο Κώστας Τσιούκας, σε αμηχανία προσπαθεί να ενσαρκώσει ανεπιτυχώς τον Διόνυσο, σκιαγραφώντας ένα αμφιλεγόμενο κωμικοτραγικό πρόσωπο: το Διόνυσο-Πενθέα. Τελικά καταλήγει να διαμελιστεί από τις Βάκχες-Μαινάδες.


Η σχολαστική παρατήρηση και παρεμβολή παραμένει από τους υπόλοιπους συντελεστές της ακρόασης, κάνοντας αισθητή την παρουσία του δημοσίου «λόγου». Το υποκείμενο προβάλλεται ως ετεροκατευθυνόμενο, χαρακτηριζόμενο από θραυσματικότητα, ενώ υπάρχει ως «ήδη κατασπαραγμένο» από το δημόσιο βλέμμα. Η έκσταση χρησιμοποιείται εδώ ως το μέσο για την αναζήτηση του εαυτού και του «Άλλου». Ως βασικές της συνιστώσες προκρίνονται η ταύτιση και η ροπή προς διαφοροποίηση. Το αποτέλεσμά της, είναι η βίαιη αποσύνθεση, η έκπτωση και το αμφιλεγόμενο, ανοίγοντας ωστόσο το δρόμο για την αποδοχή του «Άλλου», που ενυπάρχει πρωτίστως εντός της ανθρώπινης ύπαρξης.

 

Ο «Άλλος», εντός, περιγράφεται και στην ατομική χορογραφία του Κ. Μίχου, όπου και τονίζεται η εσωτερική διάσπαση του εαυτού από μια σκιά. Στην χορογραφία των δυο χορογράφων που ακολουθεί, ο εαυτός μοιάζει να ξεκινά εκεί που αρχίζουν τα όρια του «Άλλου». Ως ιντερμέδιο, το σόλο της φωτογράφου-χορεύτριας – ρωγμή και συνδετικός κρίκος συνάμα – μας προετοιμάζει για το σύντομο οδοιπορικό που ακολουθεί. Η σκηνοθεσία είναι λιτή, ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η συμμετοχή της ερμηνεύτριας-μουσικού που δημιουργούσε διαφορετικά μουσικά περιβάλλοντα, μέσω ακαθόριστων και πολυσημικών ήχων, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη των χορογραφιών. Η χρήση του contact improvisation λειτούργησε έτσι ώστε το έργο να αιωρείται ανάμεσα στο προσχεδιασμένο και στο μη-προβλέψιμο, όπου χωρίς να παρουσιάζεται κάτι πρωτοποριακό χορογραφικά, η επιτέλεση στο σύνολο της διατηρεί το ενδιαφέρον των θεατών.


Με κέντρο τον «Άλλον» και το δημόσιο και στη βάση της μεταξύ τους σχέσης, η δράση εντείνεται πολύ περισσότερο, «εκεί έξω», σε ένα περιθωριακό – και περιθωριοποιημένο στην καθημερινότητα μας – αστικό τοπίο που κινούνται, δρουν και οικειοποιούνται, ομάδες μεταναστών. Η διάδραση ξεκινά από την επαφή του κοινού με το περιβάλλον. Ο Riccardo Morrison, ωσάν τυφλός σαμάνος-μάντης, Τειρεσίας, ανοίγει το δρόμο ανάμεσα σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, μαγαζιά μεταναστών, τους ίδιους τους μετανάστες, λεωφορεία, οχήματα καθαρισμού, περιπολικά, αδέσποτα ζώα και αντικείμενα. Οι χορευτές ξεδιπλώνουν τις αυτοσχεδιαστικές τους δημιουργίες με θέμα τον περιθωριακό «Άλλον» και την κοινωνική απομόνωση, χρησιμοποιώντας το «νεκρό» αστικό τοπίο και τους τυχαίους περαστικούς ως σκηνικό. Έτσι, οι ίδιοι οι χορευτές μετατρέπονται σε ένα μέσο κοινωνικής παρέμβασης.

 

Παράλληλα, δημιουργείται ευρηματικά ένας ενδιάμεσος τόπος, όπου ο «Άλλος» δεν είναι αυτή τη φορά ο μετανάστης, αλλά το κοινό της παράστασης και οι χορευτές. Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η στιγμή που ένα άτομο με ειδικές ανάγκες χτυπά την πατερίτσα του στο ρυθμό του μπαστουνιού του Morrison, δημιουργώντας έναν μουσικοκινητικό διάλογο, καθώς και ο χορός του Ινδού χορευτή με μια από τις χορεύτριες, συνοδευόμενος από το κοινό που χτυπούσε ρυθμικά τα χέρια του. Ωστόσο το κοινό θα μπορούσε να ήταν περισσότερο συμμετοχικό.


Η αυλαία στο έργο αυτό δεν θα πέσει ποτέ. Οι χορευτές απλά θα διαλυθούν μέσα στο αστικό τοπίο, μετά τον διαμελισμό του αμφιλεγόμενου Διόνυσου-Πενθέα και την ένωση του με τον «πνευματικό Άλλον», Τειρεσία. Το κοινό σημείο που φαίνεται να δένει τις δυο φάσεις του έργου είναι ο «Άλλος» σε σχέση με το δημόσιο, ως «λόγο» και ως τόπο. Κατά πόσο η αναζήτηση του εαυτού και του «Άλλου» είναι εξαρτώμενη από το δημόσιο ως τέτοιο; Που ξεκινούν και που τελειώνουν τα όρια του «Άλλου» που ούτως ή άλλως ενυπάρχει μέσα μας ως ετερότητα; Οι βίαιες διαδικασίες της ταύτισης και της διαφορετικότητας προβάλλονται ως προϋποθέσεις της αποδόμησης και μας υπενθυμίζουν ότι ο «Άλλος», λιγότερο ή περισσότερο, οικείος, είναι πάντα εκεί.


 

Η Ναταλία Κουτσούγερα είναι συνεργάτης του Dancetheater.gr

2011-01-21


{jcomments on}

Last modified on Παρασκευή, 18 Φεβρουαρίου 2011 16:34

Follow Us